καλινδοῦμαι — καλινδέομαι roll about pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλίνδησις — καλίνδησις, ἡ (Α) [καλινδούμαι] το κύλισμα … Dictionary of Greek
καλινδήθρα — και ἀλινδήθρα, ἡ (Α) τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλινδοῦμαι + κατάλ. θρα (πρβλ. κοιμή θρα, κυλινδή θρα)] … Dictionary of Greek
παρκάλισις — ἡ, Α η μεταφορά, η μετακόμιση αντικειμένων με τη βοήθεια κυλίνδρων ή τροχών, το κύλισμα, η κυλίνδηση, αλλ. διακάλισις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρ, συγκεκομμένος τ. τής πρόθεσης παρά* + κάλισις πιθ. < θ. αορ. δια καλίσαι που συνδέεται με το ρ.… … Dictionary of Greek
προκαλινδούμαι — έομαι, Α κυλιέμαι, πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου, προσπίπτω («προκαλινδουμένη τῶν ποδῶν ἱκετεύης», Αρισταιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι»] … Dictionary of Greek
προσκαλινδούμαι — όομαι, Α 1. καταναλώνω τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου κάπου 2. συχνάζω 3. κυλιέμαι εδώ κι εκεί, χαζεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καλινδοῦμαι «περιστρέφομαι, περνώ τον καιρό μου»] … Dictionary of Greek
συγκαλινδούμαι — έομαι, Α σχηματίζω κυματισμούς γύρω από κάτι («τὸν ἀέρα συγκαλινδεῑσθαι τοῑς ἐκ φωνῆς θραύσμασι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
τρικαλίνδητος — ον, Α τρικυλίνδητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι»] … Dictionary of Greek