καλινδούμαι

καλινδούμαι
καλινδοῡμαι, -έομαι (Α)
1. κυλίομαι, περιστρέφομαι, κυλιέμαι
2. ασχολούμαι διαρκώς με κάτι, περνώ τον καιρό μου κάπου, περνώ τις ώρες μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται προφανώς για προϊόν συμφυρμού τών ρ. ἀλινδοῦμαι και κυλινδοῦμαι. Η λ. εμφανίζει δύο παράγωγα: καλινδήθρα και καλίνδησις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλινδοῦμαι — καλινδέομαι roll about pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλίνδησις — καλίνδησις, ἡ (Α) [καλινδούμαι] το κύλισμα …   Dictionary of Greek

  • καλινδήθρα — και ἀλινδήθρα, ἡ (Α) τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλινδοῦμαι + κατάλ. θρα (πρβλ. κοιμή θρα, κυλινδή θρα)] …   Dictionary of Greek

  • παρκάλισις — ἡ, Α η μεταφορά, η μετακόμιση αντικειμένων με τη βοήθεια κυλίνδρων ή τροχών, το κύλισμα, η κυλίνδηση, αλλ. διακάλισις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρ, συγκεκομμένος τ. τής πρόθεσης παρά* + κάλισις πιθ. < θ. αορ. δια καλίσαι που συνδέεται με το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • προκαλινδούμαι — έομαι, Α κυλιέμαι, πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου, προσπίπτω («προκαλινδουμένη τῶν ποδῶν ἱκετεύης», Αρισταιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσκαλινδούμαι — όομαι, Α 1. καταναλώνω τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου κάπου 2. συχνάζω 3. κυλιέμαι εδώ κι εκεί, χαζεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καλινδοῦμαι «περιστρέφομαι, περνώ τον καιρό μου»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαλινδούμαι — έομαι, Α σχηματίζω κυματισμούς γύρω από κάτι («τὸν ἀέρα συγκαλινδεῑσθαι τοῑς ἐκ φωνῆς θραύσμασι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

  • τρικαλίνδητος — ον, Α τρικυλίνδητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”